περικάλυψη

περικάλυψη
η, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περικαλύπτω, κάλυψη από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περικαλύπτω. Η λ., στον λόγιο τ. περικάλυψις, μαρτυρείται από το 1890 στον Αθ. Σακελλάριο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περικαλύψῃ — περικαλύπτω cover all round aor subj mid 2nd sg περικαλύπτω cover all round aor subj act 3rd sg περικαλύπτω cover all round fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακχαρόπηκτος — η, ο, Ν 1. αυτός που παρασκευάζεται με πήξη ζάχαρης ή με περικάλυψη ζάχαρης 2. το ουδ. ως ουσ. το σακχαρόπηκτο α) προϊόν που παρασκευάζεται με πήξη ζάχαρης β) φαρμακευτικό δισκίο με περικάλυψη ζάχαρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρη + πηκτός (πρβλ. βραδύ… …   Dictionary of Greek

  • βύρσα — η (AM βύρσα) νεοελλ. χοντρό, κατεργασμένο δέρμα για περικάλυψη μηχανημάτων ή εξαρτημάτων που υφίστανται μεγάλη τριβή (αρχ. μσν.) δέρμα γδαρμένου ζώου αρχ. 1. δέρμα ζωντανού λιονταριού 2. ασκί για κρασί 3. (περιφρονητικά για άνθρωπο) τομάρι,… …   Dictionary of Greek

  • εγκαλυμμός — ἐγκαλυμμός, ο (Α) η περικάλυψη, το να είναι κάτι γύρω γύρω σκεπασμένο …   Dictionary of Greek

  • περίβλησις — ήσεως, ἡ, Α [περιβάλλω] περικάλυψη, περιτύλιγμα …   Dictionary of Greek

  • περιένδυση — η, Ν [περιενδύω] η περικάλυψη, το να είναι κάτι τυλιγμένο ολόγυρα με ένα υλικό …   Dictionary of Greek

  • περικαλυφή — ἡ, Α [περικαλύπτω] κάλυψη από παντού, περικάλυψη …   Dictionary of Greek

  • περισάρκωσις — ώσεως, ἡ, Α [περισαρκώ] η περικάλυψη με σάρκες …   Dictionary of Greek

  • περισιδήρωση — η, Ν [περισιδηρώνω] περικάλυψη με φύλλα σιδήρου …   Dictionary of Greek

  • περιχάλκωση — ἡ, Ν [περιχαλκώνω] περικάλυψη, επικάλυψη με χαλκό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”